ποιήματα - συλλογή δεύτερη

Ταξίδια σε πόλεις και χωριά
του Έβρου και της Θράκης


του Θεόδωρου Γρηγοριάδη



Ξάνθη 1986








Αναχώρηση καθυστερημένης ταχείας:

«Παρακαλούνται οι επιβάτες που θα πλήττουν την ώρα της αναμονής να περάσουν απέναντι στο πάρκο και στα ουρητήρια».









DISCO MIRROR


Στη ζάλη του μεθυσιού
και στου θαλάμου την οσμή
μην αντισταθείς, στην πίστα
μιας ντίσκο που σε πατάνε
και σόλο δεν σ’αφήνουν
να χορέψεις, άδοξε φρουρέ
των συνόρων

ούτε μια χούφτα πίστα
δεν σ’αξίωσαν να υπερασπιστείς
(οι χωριάτες).








Η ταβέρνα των κοριτσιών


Δεν είναι μέρος αυτό
ούτε η τσίκνα της μπριζόλας
ούτε το πουκάμισο που θα μυρίζει
μέρες.

Είναι η γεύση της χαμένης
ζωής μας, κάπου στριμωγμένοι
ανάμεσα σε ΤΙΡ νταλίκες
ανυπεράσπιστοι σαν μειονότητες
φυλετικές, σαν το μελό της
Κυριακής, να τι είναι, Τάτη,
μία εκ των κοριτσιών, να και
τι υπήρξε φολκλόρ στη θητεία μας.

Άντε πιάσε άλλο ένα πενηνταράκι.







Η ταβέρνα των κοριτσιών που πουλούσανε υποσχέσεις

Βάζω κρασί. Βάζεις τα μάτια.
Βάζω μπριζόλα. Βάζεις τα χέρια.
Κερνάω εγώ. Βγάλε τα δάκτυλα.


















ΧΕΛΙΔΟΝΑ


Και αυτές οι πλαγιές που τρέχουν
μέσα στη Βουλγαρία
και αυτές δεν είναι για μας.

Αυτό το πανκ αγόρι που σπρώχνει
ένα καρότσι με χορτάρια, δεν είναι
εικών ηθογραφίας.

Αυτό το κοπάδι που περνάει πάνω
από το πικ-νικ και διαλύει
τις σαλάτες, τα αυγά και τις
αφίσες του Χόλυγουντ που είχα
να σου δείξω:

Το ίδιο κοπάδι προβάτων, δες ποια
το καλεί, δες την ξανθιά την γκόμενα
αυτήν που περιμένει την αναχώρησή μας
μήπως και μαζί μας την πάρουμε.
































ΒΑΛΤΟΣ

Στο πανηγύρι του χωριού απόψε θα κατέβω
να δω τις μαυροφόρετες γυναίκες να χορεύουν
με φούστα, μπλούζα και ταγιέρ
αργά-να μη σαλεύουν.

Οι άντρες σας πού είναι;

Εκείνοι γυροφέρνουνε στη βόλτα και στο μπαρ τις ξωτικές τις καλλονές,
αυτές θα προτιμήσουν και
ώ του θαύματος, τα’ Αγίου Κωνσταντίνου
εκείνη, ψηλή, λεπτή, μ’ασήκωτο τακούνι
θα πιάσει το μικρόφωνο
στην μπουζουκοταβέρνα
βουνό τα πιάτα, λόφοι τα ποτήρια
πεδιάδες τα στήθη σου,
οκτώ χιλιόμετρα για να’ρθω.

(....κρατάς τη μια κολώνα με το χέρι, με το άλλο κάνεις κυκλωτικές κινήσεις που υποδηλώνουν μια τάση για τσιφτετέλι, μια τάση που καταπνίγει το μεθύσι όπως κι η κούραση τις τόσες άλλες...)






















ΔΙΚΑΙΑ


Εδώ τελειώνουν τα τρένα
εδώ αρχίζουν τα Βαλκάνια, οι Ανατολές,
ξεμεσιάζεται εδώ ο Έβρος
και σαν κάνουν τζόκιγκ κάποια
παιδιά στο πρόχωμα,
χαιρετιούνται με τους απέναντι φαντάρους.


Κάποιοι διασχίζουν
το ποτάμι.
Είναι κροκόδειλοι των Βαλκανίων
ή μήπως είναι πρόσφυγες που δήθεν
έρχονται πολιτικά διωγμένοι,
ενώ ερωτική διάθεση τους σπρώχνει
προς εμάς;










ΟΡΕΣΤΙΑΣ


«Η πόλις διαθέτει:
Τετράγωνα σπίτια,
οικοδομικά τετράγωνα, στενόμακρους δρόμους,
στενά σύνορα, κρυφά περάσματα». *

Μου λες μια καλημέρα, μου κόβεις
τα δένδρα, μου κόβεις τη θέα,
ένα ποτό και κλείνει η πιάτσα.

Θα πιάσει ομίχλη, θα πιάσει
βάρος στη ψυχή μου, θα πιάσει
πάλι η αστυνομία κάποιους
λαθρέμπορους.

* από διαφημιστική μπροσούρα





ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ



Μένω ψηλά,
στον τέταρτο μένω
εκεί θα προσμένω το τέλος μου.
Βλέποντας μόνον το τρίτο κανάλι
TV Τουρκία.

Ζεκί Μουρέν, απ’τα παράλια,
ψηφιακά περιπλανιέται η εικόνα σου
στη Ρουμελία.







ΜΕΤΑΞΑΔΕΣ



Γύφτισσα τραβεστί σταματάει το τζιπ
με τα χρυσά της δόντια. Αυτό που ανεβαίνει
για ανεφοδιασμό στα σύνορα, στο φράγμα

ενώ ο κίνδυνος ελλοχεύει σε ένα στενό, σε μια
μαθήτρια, μια Βάσω, μια Μαρία που περιμένει
να κατέβει στην πόλη για χορό, αυτή που θα


ανατινάξει τα αναχώματα και τον χείμαρρο
θα θέσει σε ροή κάθε χειμώνα καθώς τα
μακριά μαλλιά της κινεί. Τέτοια κούκλα

δεν ξανάδε το ποτάμι, τέτοια χέρια δεν
αγγίξανε ποτέ οι ρατσιστές φαντάροι.










Αδριανούπολη




Στο πλακόστρωτο ανεβαίνοντας για το
ψηλό τζαμί, το μεγαλύτερο που λένε
στα Βαλκάνια, συνάντησα την
Μαργαρίτα Γιουρσενάρ να πίνει τσάι
φιλικά και να κερνάει ντόπιους.

Απούθε έρχεσαι; μου λέει.
Απ’ το ποτάμι πέρα. Εσείς;
Από τα «Έρημα Βουνά». Ψάχνω τα ίχνη του
ακόμη, τ’ Αδριανού κάτι συντρίμμια. Εσείς;

Ψάχνω τον Τάκη, Οθωμανό από την Ξάνθη
που σπούδαζε εδώ. Στο ραντεβού ασυνεπής.
Εσείς;







Αδριανούπολη


«Ώρα να φεύγουμε χωρίς ιαμβικούς»

Καφέ SEDIR. Τσάι με τακτ.
Και με επιδόσεις. Σας φέρνω Μάρλμπορο
από απέναντι. Και κάτι φιγούρες. Χορευτικές.

Είμαστε μόνοι, είμαστε ξένοι.
Σαν μετανάστες περαστικοί.
Κάτι που ανήσυχα επισημαίνει
και η ασφάλεια στα πάνω-κάτω.

Απόψε θα φύγουμε, γιατί δεν μας παίρνει.
Είμαστε άλλοι, είμαστε ξένοι.
Μας ψάχνουν περίεργα στα τελωνεία.
Θα βρούνε μονάχα καλλυντικά.
Και οι φαντάροι μας, φρουροί στα γιοφύρια
θε να ουρλιάζουν ανθελληνικά.




ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ


Διπλή χαρά. Διπλή ζωή.
Δίπλα στο κάστρο μας προσπερνάς
για να υψώσεις την ελληνική.

Ο αέρας την παίρνει και την πετά
σε σοκάκια γύφτων. Σε σπίτια δίπλα
μικρών παιδιών που στις αυλές τους
χορεύουν μοντέρνα. Πρόβες θα κάνουν.

Διπλή ζωή. Διπλή χαρά.
Δίπλα στην κάμαρη, διπλά φονικά.
Αγάπες δύο, διπρόσωπη χώρα.


Υ.Γ. Το ποτάμι σαν κορμός και στιχουργός σχίζεται κι εδώ στα δύο Το ίδιο που διατρέχει αιώνες. Εδώ θα πνιγούν οι μαθήτριες. Προτού διαμελιστούν στο Αιγαίο, ο Έβρος διπλός θα γίνεται.





MIA ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΕΚΤΙΣΕ Ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


Πού σε θυμάμαι; Πού σ’έχω δει;
Κάτω απ’το Φάρο. Στη Σαμοθράκη.
Που είναι νησί. Κι εκείνος ο Κάβειρος
στο Εμπορικό. Που είχες βρει
στη Σαλονίκη. Στο Ντράιβ -ιν.

Μοιάζεις φοιτήτρια. Μοιάζεις με ξένη.
Νομίζεις πως τρέχουν για να σε βρουν.
Κάποιοι σε κράξανε «μωρή ξεσκισμένη»
μπαίνεις στο μοτέλ ν’αναπαυθείς.

Η πόλη σου ανοίγει τις διαθέσεις
κι ο ρεσεψιονίστ καλό παιδί.
Λες για καφέ να τον καλέσεις
κι άντε να δούμε τι θε να βγει.

Πού τον θυμάσαι; Τον έχεις δει.
Είναι πνιγμένος κάπου στο Αιγαίο.
Ο φάρος δεν έφεξε μία βραδιά..

Τον λέγαν Αλέξανδρο. Σε λέγανε
Πόλυ. Κι Αλεξανδρούπολη λεν
τον καημό.





ΚΟΜΟΤΗΝΗ


( Η ποίηση δεν είναι γεωγραφία...)

...αλλά υγρασία. Στα πρέποντα με έμφαση.
Στην εκτόνωση
του πάρκου -της λίμνης-
και της δύσκολης ρυμοτομίας.
Τα φω μπιζού απ’ την Συρία,
«η πόλη μας είναι δύσκολη.
Έχει και φοιτητές. Έχει σουτζούκ-λουκούμ.
Έχει μουσείο. Ελληνικό».

Ποιος σου αμφισβήτησε την ιθαγένεια;
Στο σινεμά επισημαίνεις την προφορά.
Αγρία κοίταξες. Είμαστε τόσοι
κι άλλα τόσα για προσφορά.

Κοιτάζω στα τζάμια. Κοιτάς
τα τζαμιά. Ψάχνω μια ντίσκο.
Ανοίγει αργά. Πάμε μια βόλτα
στα σκοτεινά.






Στο Σουφλί είχε δώσει συναυλία μέχρι κι ο Μάνος Χατζιδάκις



Εγώ που κέντησα με μετάξι
για να προικίσω όποιον με τάξει
να με πάρει από εδώ
μη λερωθεί, μη λαδωθεί

σαν τρώτε πάνω του, μη στάξει
λάδι, αίμα ή σπέρμα ανδρικό

για’ κείνον που με άφησε
να πιστεύετε ότι το κέντησα
τον άπιστο τον δόκιμο.



(από υφαντό τραπεζομάνδηλο)






ΜΑΓΓΑΝΑ


Ο δάσκαλος:
Εδώ παιδιά μου στον κάμπο αυτό
ζήσανε οι πρόγονοί σας
και πιο εκεί, ά... πιο εκεί
Φωνή Κυρίου, «Φωνή της Αμερικής».

Ζούνε πιο εκεί στο δάσος μέσα
οι φίλοι μας με τα ραντάρ ζωσμένοι.





ΑΒΔΗΡΑ


Εδώ να ξεκουραστούμε. Ας φάμε
απ’ τα τάπερ ντομάτες γεμιστές και
τυλιχτούς σαρμάδες. Εδώ πάλι
όπου καθόμαστε, αρχαίοι φιλοσόφησαν
πόλεμοι για αποικίες έγιναν.

Πέρσες, εδώ, περπάτησαν.
- Παιδί μου τι σκάβεις εκεί;

Κι οι Αβδηρίτες στην Ισπανία
έφτασαν. Και φέτος οι πόλεις
συναδελφώθηκαν.

-Παιδί μου τι σκάβεις εκεί;

Να γίνω πλούσιος σαν το θείο μου, κύριε
...το ταξίδι όμως δεν τελειώνει ποτέ...






Γράφτηκαν στην Ξάνθη το 1986.
Δημοσιεύτηκαν στην ΟΔΟ ΠΑΝΟΣ, τεύχος 26, Σεπτέμβριος 1986 με τη μορφή του χειρογράφου και τον χάρτη των τοποθεσιών της Θράκης που ζωγράφισα o ίδιος. Κάθε κύριο όνομα τίτλου αντιστοιχεί σε πόλη ή χωριό της Θράκης.


Περάστηκαν στον υπολογιστή τον Ιούλιο 1998.