Ποιήματα 1978-1988

                        Θεόδωρος Γρηγοριάδης

 

 

                       

 

 

            Ποιήματα

 

                       

 

 

 

 

 

            1978-1988

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ  ΠΡΩΤΗ

 

 

 

 

 

1.

 

Αφού σε αναζήτησα

με μάτια, χέρια και στόμα

στον απέραντο κάμπο

ξαπόστασα κάτω από

την ψηλή λεύκα. Το απόγευμα

αντάμα με τον ήλιο

και τα τριζόνια

θα εκτελούμε υπαίθρια

τις φυσικές μας ανάγκες.

 

 

 

 

2.

 

Η πομπή της αγροτικής

ράτσας, στα στοιχειωμένα

καφενεία, πίκρες ατέλειωτες.

Ενόσω το λιοπύρι διαρκεί

χάνεται η μνήμη

στα κύματα. Στα στάχυα,

αισθήματα ξεροκαμμένα

καθώς απέτυχε

η λιτανεία της αγάπης.

 

 

 

 

3.

 

Δεν αντήχησε στη νύχτα

η κραυγή  που ζώα και πτηνά

την άκουγαν,

καλοκαίρι αγάπησα τα φίδια

και δηλητηρίασα

τη βρύση όπου πίνανε νερό.

 

 

 

 

 

 

 

 

4.

 

Βουλιάζοντας

και πάλι στο μονοπάτι

που οι άλλοι αρνήθηκαν

μετανιώνω για την ανούσια

 εκδρομή που μας την χάλασε

ο καιρός και το ανοιχτήρι

για τις κονσέρβες που ξεχάσαμε.

 

 

 

5.

 

«Δυο πράσινα μάτια με μπλε...»

ομοιοκαταληξίες με έχουνε κάνει

τρελό,

μίσησα την τραγουδίστρια

και την κιθάρα που καντάδα

έκανε ο μπαμπάς μου, τότε,

όταν ήμουν ακόμη η μητέρα σου,

παιδί μου.

 

 

 

 

 

 

6.

 

Ενόσω χορεύει αυτός ο αλήτης

θα ειδοποιήσει την αστυνομία

ο άλλος.

Μου’ έσπασε τα γυαλιά, ο παλι-

άνθρωπος

και φάνηκαν τα μάτια μου

συνθετικά.

Ενόσω χορεύει,

τηλεφώνησε τις αρχές

να μας προστατέψουν

από τον έρωτα.

 

 

 

 

 

7.

 

 

Περιμένω μήπως φανείς

για να βγούμε έξω

αγάπη μου,

να πάμε μια βόλτα

με το καροτσάκι

τον έρωτά μας,

κι εκεί στην παραλία

να τον πνίξουμε.

 

 

 

 

 

 

 

8.

 

 

 

Τ' απογεύματα επίσης

κλαίμε μαζί με τις χήρες\ ανύπαντρες\ γιαγιές\ λεχώνες

κλαίμε στα κατώφλια

στις πόρτες, στους πυργίσκους,

εδώ και μήνα

μνημονεύουμε

το όνομά σου

και καταριόμαστε

το δέρας,

Ιάσονα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ  ΔΕΥΤΕΡΗ

 

 

 

 

 

 

 

 

στα πλήθη περιφέρομαι

και ενώ πέφτω

σε ασκήμια,

τι ωραία

που τότε

επί της Εγνατίας

θα μπορούσες να μιλούσες γιουγκοσλάβικα

ή ν’ αγόραζες πουκάμισο

από τον Κλαουδάτο

αγάπη φθηνή.

 

 

 

 

(1978, ως Θ. Κάλασας, πρώτη δημόσια δημοσίευση στο περιοδικό της ΧΑΝ Καλαμαριάς «Παράρτημα)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ «ΤΗΣ ΑΔΙΚΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗΣ»

 

 

Τίποτε δεν σέρνει το βράδυ μου

παρά ένα πόθο, έναν ανημέρευτο  δρόμο

και μια στιγμή έρωτα...

 

ούτε ήταν τα χείλη μου η τιμωρία

στη θυσία του υμένα που τον φύλαγαν

άδοξα εικόνες της -μάνας- μου-προίκα

και το σπέρμα του πατέρα για τις

άγνωστες επεκτάσεις.

            Εγώ δεν γεννήθηκα για τα βράδια μου.

 

Ρεφρέν

 

Εγώ δεν γεννήθηκα για τα βράδια μου η τα

απογεύματα, τις στείρες νύχτες που

ευλόγησε η φαμίλια σου,

εγώ δεν γεννήθηκα για τα ποιήματα,

τα βράδια μου ήτανε η σαπίλα του βέβηλου

του θρήσκου ό,τι απόμεινε, το ξόρκι, τα

σκουληκιασμένα κουφέτα, τα λόγια της

φλυτζανούς...

 

μήπως γνώρισα την πλήξη των γειτόνων

μήπως μ’ έβγαλαν σ’ ένα ταξίδι πιο δίπλα

 

και άπρακτα ομολόγησα γιατί ο πόθος τους

ήτανε πέτρες και φτυσίματα η ηδονή τους

 

θέλω να κάνω ένα παιδί μαζί τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

 

Δεν είναι παρά το τέρμα μου εδώ

εσύ να διχάζεσαι κι εγώ να μονάζω στην πύλη με στολές

ομοιόμορφων χιτώνων αποχρώσεων χαμαιλέοντα της επαρχίας

της καλύβης και με μηχανάκια να βουλιάζουν στην ακρογιαλιά

μαζί με το καρς που μηρυκάζουν βόδια των πόλεων

σαν τέλειωνε το παιγνίδι μάζευε τις πετσέτες και αποχωρούσε

λέγοντας πάλι καλά που δουλεύω για να ζήσω, πρωί δουλειά,

μετά οι γύρες, κάπου-κάπου απεργώ, βαριέμαι να αλλάξω ζωή

                                                να τη διχάσω που αν ανοίξω

                                                το γράμμα της-διαβάζεται δήθεν

προέρχεται με λαϊκό έρεισμα ότι πονάει για τους χαμούς

τις μεταπραγές, τους παραδασμούς των συνόρων

 

γιατί πέρασε και απώθησε

τα απόθεσε λέγοντας

 

δεν έχω σπίτι μάνα εδάφη γραβάτα περούκα ούτε καλύβα

ούτε υπηρέτησα σωστά στα σύνορα ούτε όταν καίγατε τα

προϊόντα και όταν εισέβαλαν αν και ήξερα

 

σε παράτησα άπροικη χαμηλώνω το βλέμμα

 

αποθέτω για τον πατέρα αντιγράφω την κατάκτησή του

επινοώ την αντίδραση την προφορά διαστρεβλώνυμμι

 

Καταθέτω την σοδειά μου και την στολή  κυρίως το στόρι μου

                                    όφελος, όφελος γραφιάδων

                                                            φονιάδων

 

στο εξής θα δουλεύω για να ζήσω

πάλι καλά να βρω κάποια δουλειά.

 

 

(συλλογή  AGRICULTURA DAIMONIKIA)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΡΙΤΗ   ΕΝΟΤΗΤΑ

 

 

 

ΔΙΑΛΥΣΗ

 

 

Σκορπιστήκαμε, όμως πότε υπήρξαμε παρά σκιές

ανάμεσα σε θάμνους, σώματα ακουμπισμένα στους τοίχους,

στις κολώνες, μισοσκότεινες θλίψεις τα πρώην οράματα,

άραγε υπήρξε ο ψηλός του παραδείσου

εκείνο το φέρετρο κουβάλαγε τη μικρή αγαπημένη

ή το άλλοθι.

 

 

Στα χρόνια που σχεδίαζα την φυγή τους παίζανε

σαν παιδιά, μεγάλωναν στο πέρασμά της

γινόταν στρατιώτες που λιποτακτούσαν για χάρη της.

 

Κοίτα μην χαθείς, σε ικετεύω, πέρνα στις εννιά

πέρνα στις δέκα, του χρόνου, στα χρόνια,

κοίτα μην χαθείς λυρικά και ανεπίσημα

πέρνα στις επτά, πέρνα απόψε, όμως κοίτα

μην χαθείς, όπως τότε, όπως όλοι.

 

...η απουσία τους γινόταν έξαψη...οι φίλοι είχανε χαθεί

στην πολιορκία...στα κάστρα και στα καφενεία.. .ένα μηχα

νάκι

κουβάλαγε το καμάρι του γένους σε βρώμικη παραλία...την

ανάμνηση δεν άντεχε...άνοιγε σε ταχύτητα...κέρδιζε

σε απόσταση

...πάει καιρός που απολύθηκαν ακόμη και  τα φαντάσματα...

 

Κάθε φοράς που αγαπάς δεν είναι

ένα ποίημα.

Όταν έγραφε ένα ποίημα έθαβε

μιαν αγάπη.

 

...εν τω μεταξύ πέρασα προχθές όπως σου έλεγα από τα ίδια

μέρη. Η ιδέα της παλινδρόμησης μου χάλαγε τα κέφια.

Στα τραπεζάκια

ήτανε άλλοι, όμως οι δρόμοι μυρίζανε ακόμη εσένα και εποχή.

Σταμάτησα στο στέκι μα προχώρησα...

 

Πάει καιρός που χάθηκε μετά τις εννιά.

Το τελευταίο σημείωμα τ’ αρπάξανε κάτι παιδιά

από την πόρτα

γελούσανε με τα ορθογραφικά λάθη.

                                                            (για την μικρή χαμένη Χριστίνα-Ιούλιος ΄79)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΟΡΕΙΑ

 

 

 

 

Ένα ατέλειωτο ποτάμι

μια τάχα λίμνη

πηγαίνουμε προς τον Βορρά

πες μου σαν φθάσουμε

σε κάποια πεδιάδα.

 

Είχα να δω καιρό ανθρώπους

τα πράσινα μου λείψανε εφέτος

την άνοιξη πεθύμησα

δίπλα

όμως δεν μιλάς

δεν επεξηγείς

τα τοπία, τα φαινόμενα.

 

Αν εκείνη η στροφή

λέγεται θλίψη

δεν έχω σχέση εγώ με

κακοτοπιές

θα κρατούσα το χέρι σου

αν υπήρχε

αν υπήρχε στο κάθισμα

θέση σαραντατρία

κενά καθίσματα

καφέ βουνά

περιφερόμενη επέτειος.

 

Αν πάλι φτάσαμε στο σπίτι

που μας έταξαν

μίλησε

το έπλασα ατέλειωτο

με χέρι κουρασμένο

απ’ τη δουλειά

και την θητεία.

 

Έτσι φεύγω από  χωριά

ανύπαρκτα, χαιρετίσματα,

χαμένους συγγενείς

 

σε ποια θάλασσα με βγάζει

αυτό το ρεύμα,

αυτή η γραμμή

μας πάει σε άλλα σύρματα

για άλλες επισκέψεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΛΕΧΘΗΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

ΠΗΡΑ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΝΑ ΤΑ ΠΩ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ

ΚΑΤΗΓΓΕΙΛΕ Η ΚΟΥΜΠΑΡΑ ΜΟΥ   ΚΟΥΛΑ   Σ...

 

 

Το σπίτι μας το βάφαμε ώχρα, στα τζάμια

δαντέλες, παράξενα ήταν τα βράδια

αράχνες και μουσική, χειμώνες δίχως

έλεος, ηλεκτρικό και άνδρες.

 

Δώδεκα μέρες χτυπάμε τις πόρτες

και σβήνουνε τα χαμόγελα

δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς ούτε πλασιέ

είμαστε σαν περιπατόντες επί κυμάτων

μέρες πολλές.

 

Τόσα καλύβια κάναμε μπετόν, βάλαμε

κεραμίδια, σκούρεψαν οι καμινάδες

μάθαμε στην μπύρα, η προφορά μας

είναι ακόμη βαριά σαν την καρδιά μας.

 

Χρόνια

χτυπάμε τα σίδερα

και σβήνουνε οι μέρες

δεν είμαστε ανέραστοι εμείς ούτε φτωχοί,

είμαστε αναζητούμενοι σαν εκφωνήσεις

από το ραδιόφωνο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DRAMATICO

 

δεν μου αφιέρωσες ποτέ ένα τραγούδι

 

δεν σχεδίασες ποτέ το πρόσωπό μου

όταν ίδρωνες κυρίως, την φωνή μου

όταν έσπαζε στην απόγνωση

 

μόνον σφούγγιζες τα απόνερα και

λυπόσουν για τις κατάρες συγγενών

 

όταν με λιθοβολούσαν ήσουνα μέσα

στο πλήθος και ρωτούσες για μένα

πώς τάχα βρέθηκα, ποιοι με καταδώσανε

 

δεν μου αφιέρωσες ούτε μια πέτρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ        γράφτηκε στην Ξάνθη 1985-6

ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ    δημοσιεύτηκαν στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (Καλαμαριάς)1979\1980

ΕΝΟΤΗΤΑ  ΤΡΙΤΗ          δημοσιεύτηκε ΚΑΒΑΛΙΩΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

(Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας  1983)

 

 

 

 

Περάστηκαν στην ηλεκτρονική μνήμη τον Φεβρουάριο 1999.