ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Η Βαλκάνα
Ορεστιάδα 1983
Η πρωτογενής κόρη. Γεννιέται από τον αδελφό της
μία και αδιαίρετη με τον Υπέροχο και την αιμομιξία των ξένων,
Απρόσμενη. Και αναίσχυντη είναι εκείνη που θα μιλάει
για τις Μέρες ενώ κλαίνε στα χαγιάτια οι γέροι.
Αλλόκοτη. Και επώδυνη είναι εκείνη που θα γελάει
για τα Χρόνια ενώ στα κατώφλια χτυπιούνται οι γριές.
Ποια είσαι εσύ;
Ανήκεις στην ιστορία μας; Στους μύθους
γιατί κουβαλήθηκες, στον πρόλογο δεν σε ανέφεραν.
Ποια είσαι εσύ που -πρωτόγνωρα δήθεν-
εμφανίστηκες και μας απέκοψες, στις ρίζες μας ενέδωσες,
στην πίστη μας δεν εναρμονίσθηκες.
Άπληστη ήσουν. Να ποια είσαι. Σε ήξεραν εκατό
γενιές αλλά σιωπούσαν. Οι μάνες μας κεντήματα
σου ετοίμαζαν κι εσύ στις πόλεις ξέφευγες.
Στις βιοτεχνίες πουλούσες όνειρα. Στα εργοτάξια
επιδείκνυες τα στήθη σου. Στις αγροσυνάξεις τα ρούχα σου ξεχνούσες.
Εσύ είσαι δέκα ράτσες μαζί.
Μια μειονότητα δεν κάνεις όμως.
Καρπερή ήσουν. Αν και προσπαθείς να εισβάλλεις
στον χώρο μας, αλλάζουν τα οράματα.
Το παρελθόν αναγνωρίζεται.
- μόνον η φήμη σου
έντονη και βρώμικη, μυρίζει σαν το χνώτο σου
κρασιά και υποψίες.
Μήνες κλειστή σε κράταγαν δεκάδες οπλοφόροι.
Όσοι καλά σε φύλαγαν δεν γύρισαν.
Μαζί σου δεν στέριωσε σύνορο.
Μαζί σου τα ύδατα αλλάζουν ροές.
Κι οι βαλκανίδες.
Κι οι πληθυσμοί που τρέχουν για να σώσουνε
τα κτήματα, τα ευρήματα και τα γεωργικά.
Τα στοιχεία σου θα δώσω.
Τόσους χάρτες που απλώσανε
διάπλατα, μ' αυτούς σε χαρακώσανε το πρόσωπο.
Με μικροπόταμους διέβρωσαν
το σώμα σου και έλεγαν τις κοίτες τους πως ξέχασαν
αλλού.
Μην κλαίς. Σε σέρνουνε αλλόφρονες.
Στα πλήγματα οι κραυγές σου δεν αρθρώνονται.
Τα τάματα δεν στέριωσαν,
- σαν το σπίτι μας, που σφάζαμε κοκόρια
και στέγη δεν απόμεινε
- σαν τα γιοφύρια που πέφτανε
κι όμως στοιχειό δεν βρίσκανε.
Παντού και αν σε ζήλευαν, περήφανα απήγγειλες.
Σε αρρώστιες δεν τους κύλησες, αρνούμενη
την πάθηση
σ’ ομόθρεφτους και ομογάλακτους.
Στις εισβολές τραγούδαγες. Σε ποιες άλλες
κοινότητες όνειρα υποσχόσουν, ενώσεις
και κινήματα, μηνύματα
μνήματα,
άγνωστες λέξεις, ρήσεις και επιγραφές
δυσανάγνωστες.
Κι αν σε κορφές εκτείνεσαι, δεν είσαι το διαμέρισμα
μιας χώρας, είσαι το
διάσπαρτο των πόθων τους, αυτών που με σχεδίες
σε ανακάλυψαν, στους βάλτους, στα κακόφημα.
"...τι μου πετάς τα σήμαντρα και τι τα μανιφέστα ..."
τι μας πετάς χαρταετούς με τα πολλά κεφάλια
αέρας δεν τους εύρισκε
κατεύθυνση καμία.
Κι όσοι μαζί σου έτρεξαν να σε καλωσορίσουν
υφάλους αναγέννησες, προχώματα σχημάτιζες
και καφεδί λεκέδες ανάγλυφους χάρτες.
Και να : όσοι προβάλλουν ανάμεσα στις καλαμιές,
στους θάμνους μέσα, δεν είναι αλήτες,
είναι αυτοί που στήριξαν αγώνες
στο ψέμα, είναι διγενήδες, οι ρόζοι δεν είναι
χάντρες, είναι σπυριά, πονούν τα πόδια,
λερώνουν τα χώματα,
μην κοιτάς,
παντού γκρίζα, μας τρώνε οι λύκοι,
εμάς τα λυκόσκυλα.
Μην στείλεις γράμμα στο μέτωπο
στείλε μήνυμα στην πόδια της,
στείλε μπροστάρηδες στα πανηγύρια
που άλλοι σφάζονται για το χατίρι σου
και άλλοι για τις συνθήκες.
- τριάντα λέξεις πλούτισες δημοτικό τραγούδι
για τα παιδιά να σε λαλούν -
Τα λάφυρα, τους πορφυρούς χιτώνες μαζέψτε,
ενσπείρατε τον τρόμο,
καλέστε μάντεις, μοιρολογίστρες, Κασσάνδρες
ανηλέητες και ανοστόματες, καλέστε τις λοιπόν.
( Ο ξεσηκωμός ήταν άχρηστος. Εκείνη δεν πείσθηκε.
Εκείνη κιαν ξεγέννησε
σκάρτα τα φύλλα έβγαλε. Ήταν ωχρά, ήταν μικρά,
ήταν χαρακωμένα )
Κι ένα τραγούδι έλαμπε μαζί στο φως της μέρας.
Σαν προφητεία έμοιαζε :
ΑΥΤΟΣ...ΝΙΚΗΣΕΙ.....ΠΟΛΗ ....ΚΟΡΗ.... ΧΤΙΣΕΙ...
....ΑΓΑΠΗΣΕΙ .....ΟΝΟΜΑ ...... ΒΑΛΚΑΝΑ
αχ, οι λέξεις μου, να’ ταν πέτρες να κυλούσαν
από τα χαρακώματα, να έχτιζαν σειρές
διδυμότειχες το μνημείο Τους
υπέρ των αγνώστων
υπέρ των αγραμμάτων
υπέρ των αλλοφρόνων
υπέρ των αλλόκοτων
υπέρ των ανιστόρητων
υπέρ των αλφαδιασμένων
και υπέρ του Άλφα
του άλφα στερητικού, του άλφα δασυνομένου,
του άλφα των γραμμάτων, της έναρξης και της ζωής
του άλφα γραφημάτων και της αλήθειας
του άλφα άνευ και όχι υπό.
Εδώ σε θέλω.
Εδώ σε θέλω σαν κραυγή.
Εδώ σαν μαρτυρία.
Εδώ σαν Έβρο
να λαλείς ότι πατρίδα έχεις
μία και μόνη.
ότι ιδρύματα. ότι κατοικίδια. ότι βωμολοχίες.
( ότι καμία ειδικώς μεταχείριση δεν είχες ).
Από εκεί να έρχεσαι και μ’ αυτούς να συμπορεύεσαι
Έχεις εχθρούς να μοιράσεις και στους βάρβαρους.
Έχεις σύνορα να επεκτείνεις και στα ύδατα.
Έχεις θύματα να μοιράσεις και στους δήμιους.
Έχεις καρδιές να πονάνε τα σφάλματα.
Έχεις χορούς να γλεντάνε τα πλήθη.
Έχεις παραμύθια να διασώζουν οι περιοδεύοντες.
Από εκεί να έρχεσαι, και ως εκεί να φτάνεις.
Να οριοθετείσαι στα πέρατα. Στις γλώσσες
να θέτεις την πίεση. Στις συνάξεις
την σύνταξη. Και τα ιδιώματα, τα φονικά
και τοπικά τοιούτα, να προστατεύεις.
- κουτοί μην είστε,
δεν καταλαβαινόμαστε,
βωβοί μην είστε, μιλήστε -
πολλοί λαοί πολυλαλιές
πολυκοσμίες πολυκακίες
πολυπόλεις πολυπλέγματα
εδώ πολύς εκεί οι πόλεις
εδώ ποθείς
εκεί απωθείσαι
Να προσφέρεις νερό στους διψασμένους.
Από πηγές ιαμβικές. Από αφετηρίες με δάση
αναπαίστων. Να προλάβετε το καθαρό νερό
προτού τα φράγματα και τα έργα.
- τυφλοί μην είστε,
να βλεπόμαστε ,
κακοί μην είστε, να μονιάσουμε -
Κατέρχονται με σχεδίες
με ατσαλένια οχήματα
φτιάχνουν γεφύρια στο πέρασμά τους
που θα ενώσουν
δυο λόγους σε μια γλώσσα.
Κραυγές γερόντων που πρωτοστάτησαν
γιατί επίστεψαν, που θυσίασαν
τους πρωτότοκους στην άδολη επέκταση,
στους ούριους ανέμους που ξεγελάστηκαν,
τα λόγια τους πώς επίστεψες;
Πλησιάζει η μικρή μάννα σου
γιε μου
αυτή στους εισβολείς τραγουδάει
γιε της
Χειροκροτούν την Αποστάτη
την μάννα σου
γιε μου.
Κουρελιασμένε μάντη, τι προφητεύεις;
Ω , ΑΛΛΑΖΟΝΕΣ. Περνούν τα χρόνια μάταια
πονούν τα ηθικά μας. Δεν θα κλαφτώ, την
γλώσσα μου βρήκα σε κώχες εθνών ξεχασμένων.
Σημάδι βρήκα στην κοιλιά της, ελιά στους
μηρούς τους, σχέδια σε ταξιδεμένα μπράτσα,
γοργόνες στις βρώμικες παραλίες,
αλέξανδρους τουριστικούς, άδοτες προίκες και δάνεια
με λέξεις και μες σύμφωνα που έχαναν
τον ήχο τους. Αυτοί τα σύνορα έφραξαν,
εμπόδιζαν το ξύπνημα και τις γιορτές
τις πούλησαν σαν θέαμα.
Μάντη κακέ, με δώρα, ξεπουλήθηκες κι εσύ.
Χειροκροτούν την Αποστάτη,
την μάννα σου, γιε μου .
.....όταν της άπλωσες το χέρι δεν στάθηκε
είχε μπει σε άλλες τροχιές, άλλες συνθήκες
διέπαν τους τρόμους της.
.....δεν εξαπλώνεται πια, γιατί την παρέσυραν
οι κόλακες, γιατί γραμματολόγοι την αποκατέστησαν
όταν κρυμμένα τα λόγια της ήταν.
- μη την καταγωγή σου φανέρωνες
μη και τα μπάσταρδα, τα ξενόβγαλτα,
τα αλλόφερνα και τα αγράμματα.
.
...και την ρημάδα την επαρχία πέρα, τα πλήθη
που εράτσευες και εντρεπόσουν, εισέβαλαν
σε στατιστικές και εικονίσματα.
- σα να μην ξέρναγες εσύ τα έμβρυα,
σαν να μη οι ίδιοι οι φαλλοί
που λάβαρα στις αναστάσεις έστηνες.
.....που έτσι κι αλλιώς και μια φορά και ένα καιρό και τι να ιστορήσω.
Στην εποχή των ψηφιακών θηρίων
θα΄μαστε στις οθόνες τους
να χαμογελάμε,
ότι η εθνική κοπέλα
και αυτό που γέννησε
δεν ήταν της φυλής μας
και κάπου αλλού ανήκαμε.
Να μας τα απαγορέψουν.
Να μας τα διασκευάσουν.
Τα έπη και τα έτη μας.
Λόγο εμείς δεν έχουμε.
Και όσοι, εμείς, κατασκάψαμε οχυρά, ορυχεία
και σύμβολα,
ενώ περήφανα προδίναμε και μεταπηδούσαμε,
μοιραία στον ήλιο θα βγούνε,
ως χαμένες επεμβάσεις
του χώρου
που φραστικά δεν τους ανήκε.
Για να φθάσουμε στο μεγάλο Συμπέρασμα :
Αναλλοίωτοι οι χρόνοι δεν ισοδυναμούν
στις πράξεις μας.
Στις θεάσεις μαρτύρων και αγίων δεν
συμπονάει η ματιά μας.
Την μάννα μας μέσα στο Άλφα την επνίξαμε
και με το εξής σύμβολο θεσπίσαμε
την έναρξη :
α
μ' αυτό ας αρχίσει η ανυποψίαστη
βαλκάνα, να συλ λα βι ζει ,
αδελφή μου πια από τριγενή
και δικατάληκτη γιαγιά.
Το εξώγαμό σου νομιμοποιώ, να μας σέβεσαι
στο εξής μακριά από είδωλα, φαντασιώσεις
και προσμίξεις.
Δεν είσαι γλώσσα ούτε λάσπη.
"Φτύνεις ως δ' αν σε θωιη λάβοι
όμως εμείς δεν φεύγουμε
τί ταύτα διά μακρών λόγων ανέδραμον;"
Οι χρόνοι θα μιλούν για μας
ke i grammatiki tous.
Γράφτηκε στην Ορεστιάδα Έβρου το 1983, τη χρονιά που διορίστηκα στον Έβρο .
Καμία τροποποίηση δεν επήλθε έκτοτε στο κείμενο.