Απόσπασμα από τον "Ναύτη"

Ανεβοκατεβαίναμε στην κεντρική βόλτα της Βαρκελώνης. Στα πλαϊνά δρομάκια, δεκάδες μαγαζιά πρόσφε­ραν ποτά και διασκέδαση. Άνθρωποι κυκλοφορούσαν παντού. Κάποιοι άλλοι όμως αναχωρούσαν την ίδια στιγμή για αλλού. Σε μια στιγμή είδα τον κόσμο σφαιρικά. Ήταν ένα μικρό πλήθος γεμάτο ψυχές που έκαναν τη βόλτα τους πάνω κάτω στη γη και γύρω από αυτή. Από μια μακρινή σκοπιά, κάπου τριγύρω μας, θα ήταν και η ψυχή του παππού, μαζί με αυτή του γιου του. Οι ομορ­φότεροι εγωιστές. Τώρα, εξαϋλωμένοι, θα ανασκοπούν τά άκαμπτα πάθη τους...
Είδαμε έναν Βολιώτη ναύτη να τριγυρνάει μόνος του.
Ήρθε προς το μέρος μας. «Ελάτε μαζί μου» είπε «θα σας πάω εδώ πίσω στα μπαρ».
Μας τράβηξε σε ένα στενό. Κρατούσε στο χέρι του έναν οδηγό της πόλης. Τον ακολούθησα, μήπως και ξέ­φευγα από την καταθλιπτική διάθεση που με είχε ρίξει το τηλεφώνημα.
Στο μαγαζί υπήρχαν δεκάδες άτομα που χόρευαν. Άτομα αλλόκοτα, μεταμφιεσμένα, μεθυσμένα. Εκκεντρι­κές γυναικείες παρουσίες και άνδρες που τις συναγωνίζο­νταν σε θηλυκότητα και λαμπερό ντύσιμο.
Μόλις είδαν τις άσπρες στολές μας, άρχισαν να ουρλιάζουν. Μας έριξαν στο κέντρο της πίστας και χτυπού­σαν δυνατά τα χέρια και τα πόδια τους. Ισπανική χορευ­τική υπόκρουση, αλαλάζον πλήθος. Στην αρχή μουδια­σμένοι, σαν θύματα μιας θυσίας, προσπαθούσαμε να ξε­φύγουμε από τον κύκλο τους. Ύστερα έπεσαν πάνω μας και ήθελαν να μας καταβροχθίσουν. Κίτρινα και μπλε μαλλιά, λαμέ και χρυσά βλέφαρα, αλυσίδες, μπότες, αιχμηρά αντικείμενα, φορέματα που έβγαζαν ήχους. Αν η κόλαση είναι κάπως έτσι, καμιά ψυχή δε θα ησυχάζει εκεί πέρα.
Όταν άρχισαν να μας περιλούουν με σαμπάνιες και γλυκά ποτά, άρχισα να μεθάω και να χορεύω. Ήξερα σε ποιους θα αφιέρωνα αυτόν τον χορό. Σε όλους τους ταξι­διώτες της γης και του ουρανού. Που βρίσκουν λιμάνια για να αράξουν και να πεθάνουν. Είδα τη λευκή πλάκα που σκέπαζε τον παππού. Πάνω της, σε ελληνική γραφή ένα όνομα. Είχαμε το ίδιο όνομα, μόνο οι ημερομηνίες άλλαζαν. Είδα να κηδεύεται το Όνομά Μου. Ήμουν πο­λύ νέος για να συνειδητοποιήσω τη ματαιότητα και την ασυνέχεια της ύπαρξής μας. Ήθελα να υπάρχω.
Μια τεράστια γυναίκα ακούμπησε τα βυζιά της στο πρόσωπό μου. Μου τα έδινε για δροσιά. Άγγιζα και ρουφούσα δυο πλαστικές σακούλες σε σχήμα στήθους. Οι ψεύτικες ρώγες έβγαζαν σαμπάνια και όχι γάλα. Πνιγό­μουν στο ξεφάντωμα της βραδιάς και μαζί μου πνίγονταν όσα είχα ακολουθήσει κολυμπώντας. Οι γοργόνες, τα σκαριά της ιστορίας και οι ακτές των μύθων.
Το τέλος του παππού ήταν και το τέλος του παραμυ­θιού μέσα μου. Ευτυχώς είχε προλάβει να με στείλει στο ταξίδι με τη γοργόνα... Τώρα καταδυόμουν στον βυθό, ό­που οι γοργόνες έβγαζαν από το σώμα τους την ουρά και από κάτω διέκρινα δυο πόδια γεμάτα τρίχες, ανδρικές, σαν τις δικές μου.